- θνητογαμία
- θνητο-γᾰμία, ἡ,A marriage with a mortal, Eust.20.17.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
θνητογαμία — θνητογαμία, ἡ (Μ) ο γάμος με θνητό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θνητός + γαμία (< γάμος), πρβλ. ετερο γαμία, μονο γαμία] … Dictionary of Greek
θνητογαμίαν — θνητογαμίᾱν , θνητογαμία marriage with a mortal fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)